γκιοστέκι

γκιοστέκι
και γκιουστέκι και κιοστέκι, το
1. δεσμός
2. υποστήριγμα
3. πληθ. δύο στύλοι που υποστηρίζουν το ποδόστημα τού πλοίου που βρίσκεται πάνω στη ναυπηγική σχάρα
4. δύο αντίτονοι ολκοί τής μεγαλύτερης κεραίας τού πλοίου
5. κόσμημα τών βόρειων Ελλήνων και τών κατοίκων τού Αίμου που φοριέται χιαστί πάνω στο στήθος και αποτελείται από επάλληλες ασημένιες αλυσίδες με ασημένιες πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kostek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”